δενδρωτις

δενδρωτις
    δενδρῶτις
    -ιδος adj. f поросшая деревьями, лесистая
    

(πέτρα Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δενδρωτις" в других словарях:

  • δενδρώτις — δενδρῶτις ( ιδος), η (Α) (για τη γη) γεμάτη δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης*] …   Dictionary of Greek

  • δενδρῶτι — δενδρῶτις wooded fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»